- σπονδείος
- οείδος μέτρου στην αρχαία ποίηση που αποτελείται από δύο μακρόχρονες συλλαβές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπονδεῖος — used at a libation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος … Dictionary of Greek
Спондей — (σπονδεϊος) в греческой и латинской метрике стопа, состоящая из двух долгих слогов ( ). Русскому стихосложению этот размер несвойствен. Спондаическим стихом называется гекзаметр, пятая стопа которого есть С. Иногда название спондаического стиха… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σπονδεῖοι — σπονδεῖος used at a libation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδεῖον — cup from which the neut nom/voc/acc sg σπονδεῖος used at a libation masc acc sg σπονδεῖος used at a libation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδείων — σπονδεῖον cup from which the neut gen pl σπονδεί̱ων , σπονδεῖος used at a libation fem gen pl σπονδεί̱ων , σπονδεῖος used at a libation masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
спондей — СПОНДЕ´Й (греч. σπονδεῖος, от σπονδή возлияние) в античной метрике четырехдольная стопа о двух долгих слогах ⌣̅⌣̅ ⌣̅⌣̅. Стихи, составленные этим размером, предназначались в древней Греции для чествования богов и исполнялись при совершении… … Поэтический словарь
αναπαιστοσπόνδειος — ἀναπαιστοσπόνδειος, ο (Μ) μετρικός πόδας που αποτελείται από ανάπαιστο και σπονδείο (∪∪ ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπαιστος + σπονδεῖος] … Dictionary of Greek
δισπόνδειος — δισπόνδειος, ον (Α) μετρική ενότητα που αποτελείται από δύο σπονδείους). [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σπονδείος] … Dictionary of Greek
μολοσσοσπόνδειος — μολοσσοσπόνδειος, ὁ (Α) (ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και σπονδείο, δηλ. / . [ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + σπονδεῖος «είδος μέτρου»] … Dictionary of Greek